- παραχειρίζω
- ναυτ. τραβώ σχοινί «παρὰ χεῑρα», δηλ. χωρίς να μετακινούμαι και πιάνοντας το με κανονική εναλλαγή τών χεριών, τραβώ χέρι (παρά) χέρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + χειρίζω «μεταχειρίζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.